- λαμπρότεροι
- λαμπρόςbrightmasc nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… … Dictionary of Greek
άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
δελφίν — (Αστρον.).Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου που είναι ορατός με μεγαλύτερη ευκολία τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο αστερισμός αυτός συμβολίζει το δελφίνι που έσωσε τον περίφημο μουσικό του Περιάνδρου, Αρίωνα,… … Dictionary of Greek
εφταπάρθενος — η, ο 1. πολύ αγνός, πολύ σεμνός («εφταπάρθενο κορίτσι») 2. φρ. «εφταπάρθενος χορός» λαϊκή ονομασία τών αστερισμών τών Πλειάδων (κν. Πούλια) ή τής Μεγάλης Άρκτου, που οι λαμπρότεροι αστέρες τους είναι επτά … Dictionary of Greek
κηφείδες — (Αστρον.). Αστέρες που ανήκουν στην κατηγορία των μεταβλητών βραχείας περιόδου. Η λαμπρότητά τους μεταβάλλεται κανονικά από το μέγιστο προς το ελάχιστο, ενώ ο χρόνος της περιόδου τους κυμαίνεται από λίγες ώρες έως λίγες ημέρες. Οι Κ. παρουσιάζουν … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
Ακρόπολις — Τίτλος αθηναϊκών εφημερίδων. 1. Ημερήσια πολιτική και ειδησεογραφική εφημερίδα. Εκδόθηκε το 1883 από τον Βλάση Γαβριηλίδη. Η έκδοση της εφημερίδας αυτής, με το φιλελεύθερο, προοδευτικό και μαχητικό πνεύμα που τη διέκρινε, σημείωσε σταθμό στην… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
Δίδυμοι — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Ηνίοχου, του Ωρίωνα και του Μικρού Κυνός. Είναι ο τρίτος αστερισμός του ζωδιακού κύκλου μετά τον Ταύρο και πριν από τον Καρκίνο. Η ονομασία του αναφέρεται… … Dictionary of Greek